- ἰδόντα
- εἶδονseeaor part act neut nom/voc/acc plεἶδονseeaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδόνθ' — ἰδόντα , εἶδον see aor part act neut nom/voc/acc pl ἰδόντα , εἶδον see aor part act masc acc sg ἰδόντι , εἶδον see aor part act masc/neut dat sg ἰδόντε , εἶδον see aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδόντ' — ἰδόντα , εἶδον see aor part act neut nom/voc/acc pl ἰδόντα , εἶδον see aor part act masc acc sg ἰδόντι , εἶδον see aor part act masc/neut dat sg ἰδόντε , εἶδον see aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… … Dictionary of Greek
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek